χλιαρῶς

χλιαρῶς
χλῑαρῶς , χλιαρός
warm
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλιαρώς — χλιαρῶς, ΝΜΑ, και χλιαρά Ν, και ιων. τ. χλιηρῶς Α βλ. χλιαρός …   Dictionary of Greek

  • χλιαρός — ή, ό / χλιαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και ιων. τ. χλιερός, ή, όν, Α 1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό τής θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η… …   Dictionary of Greek

  • нетеплѣ — (1*) нар. Без усердия, неревностно: но ѹбо бо˫ахусѧ жерци. видѧще его небрегѹща о ч(с)ти и(х) и нетеплѣ прилежаща о б҃зѣ(х). (χλιαρῶς!) ЖВИ XIV–XV, 106в. Ср. теплѣ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”